- τσιμπημένος
- η , ο влюблённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιμπώ — τζιμπῶ, άω, ΝΜ 1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο 2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα») νεοελλ. 1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το… … Dictionary of Greek
τσιμπώ — τσίμπησα, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος 1. κεντώ, αγκυλώνω με αιχμηρό αντικείμενο: Με τσίμπησε με βελόνα. 2. πιέζω δυνατά το δέρμα κάποιου με τα δύο δάχτυλά μου (με αντίχειρα και δείχτη), ώστε να πονέσει: Μην το τσιμπάς το παιδί. 3. ραμφίζω, χτυπώ με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
ψυλλοδαγκωμένος — η, ο, Ν τσιμπημένος από ψύλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + δαγκωμένος] … Dictionary of Greek
τσιμπιέμαι — τσιμπιέμαι, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής